ὤρορε
Look at other dictionaries:
ὤρορε — ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρορ' — ὤρορε , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek